εγκαταρράπτω

εγκαταρράπτω
ἐγκαταρράπτω (Α)
ράβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκατερράφη — ἐγκαταρράπτω sew in plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐγκαταρράπτω sew in plup ind act 1st sg ἐγκαταρράπτω sew in aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατερραμμέναι — ἐγκαταρράπτω sew in perf part mp fem nom/voc pl ἐγκατερραμμένᾱͅ , ἐγκαταρράπτω sew in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατερραμμένον — ἐγκαταρράπτω sew in perf part mp masc acc sg ἐγκαταρράπτω sew in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατέραψας — ἐγκαταρράπτω sew in aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • ἐγκαταρράψας — ἐγκαταρράψᾱς , ἐγκαταρράπτω sew in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”